- ἐντετυπωμένως
- ἐντυπόωcarveperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναπεσφραγισμένως — ἐναπεσφραγισμένως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. παθ. παρακμ. τού εναποσφραγίζω) εντετυπωμένως, με σαφήνεια, ευκρινώς … Dictionary of Greek